σμῶδιξ

σμῶδιξ
σμῶδιξ
Grammatical information: f.
Meaning: `bloodshot bruise, bloody weal' (Β 267, Ψ 716, Opp. H. 2, 428).
Other forms: pl. -ιγγες. Also μῶδιξ φλέψ, φλυκτίς H.
Derivatives: σμωδικὰ φάρμακα (Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as φῦσιγξ, θῶμιγξ, μάσιξ a.o. with comparable meaning; first from a noun *σμωδ(ο)- with further connection with σμῆ-ν, σμώ-χω `rub' (Persson Stud. 156 n. 1; similar EM 721, 23); s. σμάω and W.-Hofmann s. fāmex (w. lit.). - The connection suggested is formally and semantically not convincing; rather a Pre-Greek word; note the prenasalization (Furnée 279f.).
Page in Frisk: 2,752

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμῶδιξ — weal fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμώδιξ — ώδιγγος, ἡ, Α πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώ χώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού *σμω δ(ο) με το εκφραστικό… …   Dictionary of Greek

  • μώδιξ — μῶδιξ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σμῶδιξ», πρήξιμο από χτύπημα, μώλωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σμῶδιξ φλέψ, φλυκτίς (Ησύχ.), με σίγηση τού αρκτικού σ (πρβλ. σμικρός: μικρός)] …   Dictionary of Greek

  • мадеж — матеж пятно на лице (беременной) , вторая форма – под влиянием мать; малеж – то же (под влиянием малина), сербохорв. ма̏деж родимое пятно , мла̏деж – то же (от мла̑д); словен. mа̑dеž пятно, ржавчина, родинка . Недостоверно родство с греч. σμῶδιξ …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σμωδικός — ή, όν, Α [σμῶδιξ] ο σχετικός με σμώδιγγες («σμωδικὸν φάρμακον» έμπλαστρο για πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα) …   Dictionary of Greek

  • σμώγω — Α πλήττω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμώγω απαντά στο Μέγα Ετυμολογικόν, όπου θεωρείται ως ο ρηματικός τ. από τον οποίο παράγεται η λ. σμῶδιξ] …   Dictionary of Greek

  • σμωδίγγων — σμω̱δίγγων , σμῶδιξ weal fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμώδιγγα — σμώ̱διγγα , σμῶδιξ weal fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμώδιγγας — σμώ̱διγγας , σμῶδιξ weal fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμώδιγγες — σμώ̱διγγες , σμῶδιξ weal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμώδιγγι — σμώ̱διγγι , σμῶδιξ weal fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”